Κῷος

Κῷος
Κῷος, α, ον,
A of, from the island Κῶς, Coan, IG12.195.7, al., Hdt.7.164, etc.; [full] Κώϊος Call.Fr.254.
II as Subst. Κῷος (sc. βόλος), , the highest throw with the ἀστράγαλοι, opp. Χῖος, Hsch.; τὰ κῷα are the inner, τὰ χῖα the outer, sides of the huckle-bones ([etym.] ἀστράγαλοι), Arist.HA499b28 (κῶλα and ἰσχία codd.), cf. Cael.292a29 (v.l.).
III [full] Κῷον (sc. ἱμάτιον), τό, a light semi-transparent garment, made at Cos, Hsch.
2 a measure of wine, Ostr.Fay.44 (ii/iii A.D.), BGU531 ii 8: pl. written κόα, Sammelb.7199.2, al. (ii A.D.).
3 = ἐνέχυρον, Hsch. (also κώϊον); cf. κοῖον, κοῦα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κῶος — caves masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶος — caves masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῷος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώος — (I) α, ο (AM Κῶος ῴα ον, αρσ. και Κώϊος) [Κως] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώα ο κάτοικος τής Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω αρχ. (ως προσηγορικό ουσ.) 1 …   Dictionary of Greek

  • κώος — (II) κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α) 1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾱλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.) 2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή 3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < *κῶF ος …   Dictionary of Greek

  • Κῶιος — Κῷος , Κῷος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶον — Κῶος caves masc acc sg Κῶος caves neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώων — Κῶος caves fem gen pl Κῶος caves masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώως — Κῶος caves adverbial Κῶος caves masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶοι — Κῶος caves masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶοι — κῶος caves masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”